Το ρητό της κοινωνικής ηθικής

"Τότε μόνον είναι υγιής η κοινωνική ζωή,
όταν στον καθρέπτη της κάθε ανθρώπινης ψυχής
απεικονίζεται ολόκληρη η κοινότητα
κι όταν στην κοινότητα ζει
η δύναμη της κάθε ατομικής ψυχής"

Rudolf Steiner

Ο θεμελιώδης κοινωνικός νόμος

Δοκίμιο του Rudolf Steiner (GA 24)

Το θέμα θα παρουσιαστεί εν συντομία, αλλά υπάρχουν πάντα άνθρωποι, που με το συναίσθημα τους αναγνωρίζουν την αλήθεια αυτών των πραγμάτων, παρόλο που δεν είναι δυνατόν να συζητηθούν εδώ διεξοδικά. Υπάρχει ένας θεμελιώδης κοινωνικός νόμος, όπως μας διδάσκει η πνευματική επιστήμη:

«Η ευημερία μιας κοινότητας ανθρώπων που εργάζονται μαζί είναι τόσο μεγαλύτερη, όσο λιγότερο το κάθε άτομο αξιώνει για τον εαυτό του τις απολαβές από την εργασία του, όσο δηλαδή παραχωρεί τα έσοδα στους συνεργάτες του και όσο περισσότερο οι ανάγκες του ικανοποιούνται, όχι από τη δική του εργασία, αλλά από την εργασία των άλλων».

Κάθε οργάνωση της κοινότητας που αντιβαίνει σ’ αυτό το νόμο, θα δημιουργήσει αργά ή γρήγορα στέρηση και δυστυχία. Είναι ένας βασικός νόμος που ισχύει στο σύνολο της κοινωνικής ζωής, με την ίδια αναγκαιότητα και αυστηρότητα, όπως οι φυσικοί νόμοι σε συγκεκριμένους τομείς της φύσης. Δεν πρέπει όμως να νομίζουμε ότι είναι αρκετό να παραδεχτούμε αυτό το νόμο απλά ως μια ηθική αρχή συμπεριφοράς, ή να τον ερμηνεύσουμε συναισθηματικά: ότι δηλαδή ο καθένας πρέπει να εργάζεται στην υπηρεσία των συνανθρώπων του. Όχι, ο νόμος αυτός λειτουργεί στην πράξη όταν μια κοινότητα ανθρώπων καταφέρνει να δημιουργήσει τέτοιες προϋποθέσεις, ώστε κανένας να μην απαιτεί για τον εαυτό του τους καρπούς της εργασίας του, αλλά αυτοί να αποδίδονται εξ’ ολοκλήρου στην κοινότητα. Κι αυτός με τη σειρά του πρέπει να υποστηρίζεται από την εργασία των συνανθρώπων του. Το σημαντικό σημείο λοιπόν είναι να διαχωριστούν, απ’ τη μια πλευρά, η εργασία για τους συνανθρώπους και από την άλλη, η αποκόμιση εισοδήματος, όντας δυο διαφορετικά πράγματα.

Οι αυτοαποκαλούμενοι «πρακτικοί άνθρωποι» θα γελάσουν φυσικά μ’ αυτό τον «εξωφρενικό ιδεαλισμό». Εν τούτοις, ο νόμος αυτός είναι πιο πρακτικός από οτιδήποτε άλλο έχει εφευρεθεί ή θεσπιστεί από τους «πρακτικούς». Όποιος αληθινά ερευνήσει την πρακτική ζωή, θα ανακαλύψει ότι σε κάθε κοινότητα που υπάρχει τώρα ή που υπήρξε ποτέ, λειτουργούν δυο ειδών καταστάσεις, η μια σύμφωνη με τον αναφερθέντα νόμο και η άλλη αντίθετη προς αυτόν. Αυτό συμβαίνει αναγκαστικά παντού, είτε το θέλουμε είτε όχι. Κάθε κοινότητα θα κατακερματιζόταν πραγματικά, αν η εργασία του ατόμου δεν περνούσε στο σύνολο. Από παλιά όμως, ο εγωισμός του ανθρώπου δρα ενάντια σ’ αυτό το νόμο. Επιδιώκει να αποσπάσει για το ίδιο άτομο όσο το δυνατόν περισσότερα από την εργασία του. Το αποτέλεσμα αυτού του εγωισμού είναι από παλιά ότι φέρνει στερήσεις, φτώχεια και δυστυχία στο δρόμο του. Αυτό απλά σημαίνει ότι το κομμάτι εκείνο των ρυθμίσεων που επέβαλαν οι «πρακτικοί», υπολογίζοντας στο δικό τους εγωισμό ή στον εγωισμό των άλλων, αποδείχτηκε κάθε τι άλλο παρά πρακτικό.

Φυσικά, δεν βοηθά μόνο η αναγνώριση ενός τέτοιου νόμου, αλλά το καθαρά πρακτικό μέρος αρχίζει με το ερώτημα: Πώς μπορούμε να υλοποιήσουμε αυτό τον νόμο στην πράξη; Προφανώς, ο νόμος αυτός δεν λέει τίποτα άλλο από το ότι: Η ευημερία των ανθρώπων είναι τόσο μεγαλύτερη, όσο ο εγωισμός είναι λιγότερος. Έτσι για την υλοποίησή του χρειάζονται άνθρωποι που να μπορούν να ξεπεράσουν τον εγωισμό τους. Αυτό όμως είναι αδύνατο πρακτικά, όσο η ευμάρεια ή η συμφορά του ατόμου μετράται σύμφωνα με την εργασία του. Όποιος εργάζεται για τον εαυτό του, αναγκαστικά θα πέσει, αργά ή γρήγορα, θύμα του εγωισμού. Μόνον εκείνος που εργάζεται αποκλειστικά για τους άλλους, μπορεί βαθμιαία να γίνει ένας εργάτης δίχως εγωισμό.

Υπάρχει όμως κατ’ αρχήν μια προϋπόθεση. Αν εργαζόμαστε για κάποιον άλλο, πρέπει να αναζητήσουμε σ’ αυτόν τον άλλο το κίνητρο της εργασίας μας. Για να εργαστεί λοιπόν κάποιος για μια κοινότητα, πρέπει να αντιληφτεί και να αισθανθεί την αξία, την ουσία και τη σημασία αυτής της κοινότητας. Αυτό μπορεί να γίνει μόνον όταν η κοινότητα είναι κάτι πολύ διαφορετικό από ένα λίγο-πολύ ακαθόριστο σύνολο ατόμων. Πρέπει να ζει ένα αληθινό πνεύμα, στο οποίο να συμμετέχει ο καθένας από την πλευρά του και όλοι να λένε: «Είναι ακριβώς έτσι όπως θα έπρεπε να είναι κι εγώ θέλω να είναι έτσι». Η κοινότητα πρέπει να έχει πνευματική αποστολή και κάθε άτομο να θέλει να συμβάλει στην πραγμάτωση της αποστολής αυτής. Τα ασαφή και αόριστα ιδανικά, για τα οποία συνήθως μιλούν οι άνθρωποι, δεν μπορούν να αποτελέσουν μια τέτοια αποστολή. Αν δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός απ’ αυτά, τότε οι άνθρωποι ή οι ομάδες των ανθρώπων θα εργάζονταν εδώ κι εκεί δίχως να έχουν καθαρή εικόνα της χρησιμότητας της εργασίας τους, εκτός από το όφελος για την οικογένειά τους ή για τα συγκεκριμένα ενδιαφέροντα, στα οποία τυχαίνει να είναι προσαρτημένοι. Σε καθένα από τα μέλη μιας κοινότητας, ακόμη και στο πιο μοναχικό, πρέπει να ζει το πνεύμα της κοινότητας.

Δεν μπορούμε να βρούμε μια λύση του κοινωνικού προβλήματος, που να ισχύει για πάντα, αλλά αυτό που χρειαζόμαστε είναι να βρούμε την κατάλληλη μορφή κοινωνικών ιδεών και πράξεων, στο φως των άμεσων αναγκών της εποχής στην οποία ζούμε. Πραγματικά, δεν υπάρχει σήμερα κανένα θεωρητικό πλαίσιο, το οποίο θα μπορούσε να ανακαλυφτεί και να εφαρμοστεί από κάποιο άτομο, για τη λύση του κοινωνικού προβλήματος. Για κάτι τέτοιο θα χρειαζόταν να έχει την δύναμη να εξαναγκάσει ένα αριθμό ανθρώπων να δεχτούν τις συνθήκες που έχει δημιουργήσει. Σήμερα όμως, ένας τέτοιος καταναγκασμός είναι αδιανόητος. Πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα για κάθε άτομο να πράττει από δική του ελεύθερη θέληση, σύμφωνα με τις δυνάμεις και τις ικανότητές του. Γι αυτό το λόγο, δεν τί­θεται ποτέ ζήτημα να επηρεάσουμε θεωρητικά τους άλλους ανθρώπους, κατη­χώντας τους για το πώς θα μπορούσαν καλλίτερα να ελέγξουν τις οικονομικές συνθήκες. Μια ωμή οικονομική θεωρία δεν μπορεί ποτέ να δράσει ως αντίβαρο στις δυνάμεις του εγωισμού. Ίσως για ένα διάστημα, μια οικονομική θεωρία να παρασύρει τις μάζες σε κάποια μορφή ώθησης, που φαινομενικά μοιάζει με ιδεαλισμό. Στην πορεία όμως δεν βοηθάει κανένα. Όποιος εμφυτεύει μια τέτοια θεωρία στις μάζες των ανθρώπων, δίχως να τους δώσει συγχρόνως κάποια πνευματική ουσία, αμαρτάνει ενάντια στο αληθινό νόημα της ανθρώπινης εξέλιξης. Το μόνο πράγμα που μπορεί να βοηθήσει είναι μια πνευματική κοσμοθεωρία, που από μόνη της, χάρη σ’ αυτό που προσφέρει, μπορεί να ζει στις σκέψεις, στα συναισθήματα και στη θέληση – εν συντομία, στη ψυχή του ανθρώπου.

Η αναγνώριση αυτών των αρχών είναι αλήθεια ότι σημαίνει απομυθοποίηση πολλών πραγμάτων για ορισμένους ανθρώπους, των οποίων η φιλοδοξία είναι να γίνουν δημοφιλείς ευεργέτες. Αυτό καθιστά την εργασία για το καλό της κοινωνίας μια δύσκολη υπόθεση, τα αποτελέσματα της οποίας σε πολλές περιπτώσεις είναι ισχνά, επιμέρους αποτελέσματα. Τα περισσότερα από αυτά που σήμερα προσφέρονται από τα κόμματα ως κοινωνική πανάκεια, χάνουν την αξία τους και φαίνονται ως απλές φλυαρίες και κενές φράσεις, που δεν εμπεριέχουν γνώση της ανθρώπινης ζωής. Κανένα κοινοβούλιο, καμιά δημοκρατία, καμιά δημοφιλής δημαγωγία δεν έχει νόημα για ένα άτομο που αναζητά βαθύτερα, αν παραβιάζεται ο νόμος που αναφέραμε. Απεναντίας, οτιδήποτε λειτουργεί στην κατεύθυνση αυτού του νόμου μπορεί να ενεργήσει για το καλό. Είναι επιζήμια αυταπάτη, να πιστεύουμε ότι ορισμένοι άνθρωποι που έχουν εκλεγεί στο κοινοβούλιο ως αντιπρόσωποι του λαού, μπορούν να κάνουν κάτι για το καλό της ανθρωπότητας, αν οι προσπάθειές τους δεν βρίσκονται σε αρμονία με τον κοινωνικό νόμο.

Οπουδήποτε εφαρμόζεται αυτός ο νόμος, οπουδήποτε εργάζεται κάποιος – στη θέση που κατέχει στην κοινωνία –  πάνω σ’ αυτή την κατεύθυνση, θα προκύψει κάτι καλό, έστω κι αν πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις ή σε μικρή κλίμακα. Και μόνον όταν υπάρξουν μερικές ατομικές επιτεύξεις μ’ αυτό τον τρόπο, μπορούν να συνδυαστούν μαζί για την υγιή συλλογική πρόοδο της κοινωνίας.

                  Μόνον τότε είναι υγιής η κοινωνική ζωή,
                  όταν στον καθρέφτη της κάθε ανθρώπινης ψυχής
                  απεικονίζεται ολόκληρη η κοινότητα
                  κι όταν στην κοινότητα ζει
                  η δύναμη της κάθε ανθρώπινης ψυχής.